- ελαχυπτερυξ
- ἐλαχυπτέρυξἐλᾰχυ-πτέρυξ-ῠγος adj. с короткими плавниками
(δελφίς Pind.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(δελφίς Pind.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ελαχυπτέρυξ — ἐλαχυπτέρυξ ο, η (Α) (για δελφίνι) αυτός που έχει μικρά πτερύγια … Dictionary of Greek
ἐλαχυπτερύγων — ἐλαχυπτέρυξ short finned gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)